- υπερευχαριστώ
- çok müteşekkir olmak
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
υπερευχαριστώ — ὑπερευχαριστῶ, έω, ΝΑ εκφράζω βαθύτατες ευχαριστίες σε κάποιον νεοελλ. 1. παρέχω μεγάλη ευχαρίστηση σε κάποιον 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επιθ.) υπερευχαριστημένος, η, ο ευχαριστημένος σε υπέρτατο βαθμό … Dictionary of Greek
ὑπερευχαριστῶ — ὑπερευχαριστέω to be extremely thankful pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑπερευχαριστέω to be extremely thankful pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek